Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η Μέθοδος Buteyko

Ο Buteyko το 1952 ως φοιτητής της ιατρικής ανέλαβε την παρακολούθηση της αναπνοής των ασθενών στο Ιατρικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Δαπανώντας εκατοντάδες ώρες στο πλευρό ασθενών, επεσήμανε μία σημαντική και ομοιόμορφη συσχέτιση του αναπνευστικού ρυθμού με την επιδείνωση της κατάστασης και τελικά την έλευση του θανάτου. Σύντομα ανακάλυψε ότι ήταν σε θέση να προβλέψει με σχετική ακρίβεια πόσες ημέρες ή ώρες απέμεναν πριν την κατάληξη.



Ακολούθησαν τριάντα χρόνια επιστημονικών μελετών με υγιείς και ασθενείς για να διατυπώσει την πρωτότυπη θεωρία του. Πρόκειται για το «σύνδρομο χρόνιου υπεραερισμού» που οδηγεί σε μη φυσιολογική αναλογία αερίων των πνευμόνων, δηλαδή μειωμένη οξυγόνωση και αιμάτωση του οργανισμού. Η μέθοδος του Δρ Buteyko επίσημα αναγνωρίστηκε ως θεραπευτική από τη Σοβιετική Ιατρική Ακαδημία το 1983.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Ή τιμή και ή θέση τους στο Χριστιανισμό

Με τα ανθρώπινα κριτήρια οι Δώδεκα απόστολοι παρουσιάζονται στην παγκόσμια Ιστορία ως
μοναδικό φαινόμενο και ως αδιαμφισβήτητη και πειστική απόδειξη της θείας προέλευσης του Χριστιανισμού. Γιατί μόνον ό Θεός θα μπορούσε να θεμελιώσει, με τόσο άσημους και αγράμματους και ταπεινούς μαθητές, τη ζωή του άνθρωπου πάνω σε νέες βάσεις και να την ανακαινίσει. Τα «περικαθάρματα» του κόσμου, όπως γράφει ό απόστολος
Παύλος, απέδειξαν ότι φύλαγαν ουράνιο θησαυρό σε όστράκινα σκεύη, ότι ήταν άνθρωποι του Θεού, οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού, φως του κό¬σμου, δόξα του Χρίστου και δόξα 'Εκκλησιών (πρβλ. Α' Τιμ.6, 11.Α'Κορ.4, Ι.Β' Κορ. 8, 23).


Είναι φυσικό λοιπόν ή τιμή και ή θέση τους στην Εκκλησία, όχι μόνο ενόσω ζούσαν, αλλά και μετά το μαρτυρικό θάνατο τους, να είναι ιδιαίτερη και περίοπτη. Ή απάρνηση των πάντων, ή ακολουθία και αφοσίωση τους στον Κύριο και Διδάσκαλο τους, ή αγία ζωή, ή ακάματη διδασκαλία, το ανεκτίμητο έργο πού επιτέλεσαν διαδώσαντες το Ευαγγέλιο του Χρίστου εν μέσω μυρίων εμποδίων, διωγμών, αντιδράσεων και πολεμικής, τούς ανέδειξε στύλους της χριστιανικής πίστεως.


Εκείνοι οι αγράμματοι και δειλοί Γαλιλαίοι, όταν έλαβαν τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, έγιναν αγνώριστοι: Διακρίνονται πλέον για τη σοφία, το θάρρος, τη δύναμη. Ανακαινίζουν τα ήθη των ανθρώπων. Προβάλλουν και κηρύττουν τις αρχές του Ευαγγελίου, οι όποιες αποτελούν έκτοτε και μέχρι σήμερα -και δεν θα παύσουν να αποτελούν-τη μόνη ελπίδα σωτηρίας για να μεταμορφωθεί ή κοινωνία σε μια κοινότητα αγάπης, δικαιοσύνης, ελευθερίας και άγιότητος.


Εύκολα λοιπόν εξηγείται γιατί ή τιμή και ή θέση των αγίων αποστόλων στην Εκκλησία είναι εξαιρετική. Γιατί οι άγιοι Πατέρες στο Σύμβολο της Πίστεως χαρακτηρίζουν την Εκκλησία «απο¬στολική». Γιατί δεν είναι ορθόδοξο κάτι, αν δεν στηρίζεται άμεσα ή έμμεσα στην ιερό αποστολική Παράδοση. Γιατί χωρίς τη λεγόμενη «αποστολική διαδοχή» δεν είναι κανονική ούτε ή ιεροσύνη.


Στη συνέχεια θα αναφερθούμε με συντομία στη ζωή και τη δράση καθενός από τούς Δώδεκα αγίους αποστόλους του Χρίστου.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ή εξουσία τους στην Εκκλησία

Εφόσον οι άγιοι απόστολοι ήταν εκλεγμένοι από τον ίδιο το Χριστό και είχαν αποσταλεί να κηρύξουν σε όλα τα έθνη, φυσικό ήταν, ως αντιπρόσωποι του, να διδάσκουν «έν Άγίω Πνεύματι » το λόγο τού Θεού (Ματθ. 10, 19. Α' Θεσσ. 2, 13) και να έχουν μέσα στην Εκκλησία αυξημένη εξουσία και αρμοδιότητες. Την εξουσία μάλιστα αυτή τούς την εμπιστεύθηκε ό Ιησούς Χριστός, αφού τούς ανέθεσε να ενεργούν κατ' έντολήν του: Όποιος δέχεται έσάς, δέχεται έμενα• κι οποίος δέχεται έμενα, δέχεται αυτόν πού με έστειλε στον κόσμο, τούς είπε (Ματθ. 10, 40).Ενώ σε άλλη περίπτωση τούς διαβεβαίωσε• καθώς άπέσταλκέ με ό Πατήρ, κάγ πέμπω υμάς (Ίω. 20, 21).

Επιπλέον τούς έδωσε την εξουσία Τ ΟΙ) « δεσμείν και λύειν» τις αμαρτίες όσων μετανοούν και εξομολογούνται, λέγοντας τους: Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τούς είναι συγχωρημένες- σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι (Ίω. 20, 23).


Πέρα βέβαια από την πνευματική εξουσία οι απόστολοι του Χριστού, και κατ'επέκταση οι διάδοχοι τους επίσκοποι, είχαν και έχουν την ευθύνη και την εξουσία της διαποιμάνσεως των χριστιανικών Εκκλησιών. Για κάθε θέμα πού προέκυπτε, οι χριστιανικές κοινότητες κατέφευγαν στους αποστόλους για να βρουν την ενδεδειγμένη λύση (πρβλ. Πράξ. 15, 2. Α ' Κορ. 7, 1.Β ' Κορ. 11, 28 κ.ά.). Πολύ ενωρίς μάλιστα χρειάστηκε να συναχθούν «οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι» στα Ιεροσόλυμα (το έτος 49 ή 50 μΧ.) για να λύσουν το ζήτημα πού ανέκυψε ως προς τον τρόπο αποδοχής στην Εκκλησία των εθνικών (αν δηλαδή έπρεπε οι εξ εθνικών χριστιανοί να περιτέμνονται πριν βαπτισθούν - Πράξ. 15, 1-34. Γαλ. 2, 1-21).


 Πρόκειται για τη λεγόμενη Αποστολική Σύνοδο Από πλείστες αναφορές στην Καινή Διαθήκη και τούς αποστολικούς Πατέρες, όπως και από την εκκλησιαστική Παράδοση, εξάγεται το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι οι Δώδεκα απόστολοι αποτελούν τα θεμέλια της χριστιανικής Εκκλησίας, με ακρογωνιαίο βέβαια λίθο τον Ιησού Χριστό (Έ-φεσ. 2, 20). Πράγμα πού, εκτός των άλλων, επισημαίνει και ό Ιωάννης στην Αποκάλυψη (21, 10.14) ..Καημού έδειξε την αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό... Το τείχη της πόλης είχε δώδεκα θεμέλια και πάνω τους δώδεκα ονόματα, των δώδεκα αποστόλων του Άρνίου.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Τα γνωρίσματα της αποστολικότητος

Σημειώσαμε ήδη ότι κύριο γνώρισμα της αποστολικότητος είναι το γεγονός ότι όταν οι Δώδεκα κλήθηκαν από τον Κύριο και άφησαν τα πάντα, τον ακολούθησαν επί τριετία σ' όλη την επίγεια δράση του μέχρι την Ανάληψη του στους ουρανούς, σαράντα ημέρες μετά την ένδοξη εκ νεκρών Ανάσταση του. Μετά μάλιστα την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την εορτή της Πεντηκοστής, έγιναν οι μάρτυρες της Αναστάσεως του και οι κήρυκες της πίστεως σ' αυτόν.

Προϋπόθεση της αποστολικότητος ήταν το να είναι αυτόπτες, αυτήκοοι και ακόλουθοι του, έτσι ώστε ή μαρτυρία τους να στηρίζεται στην προσωπική γνώση και εμπειρία. Διότι μόνον έτσι μπορούσαν να διακηρύττουν με θάρρος: ...δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι αυτά πού είδαμε και ακούσαμε (Πράξ. 4, 20), ή να βεβαιώνουν με κατηγορηματικό τρόπο: Πολλοί προσπάθησαν να συντάξουν μια διήγηση για τα γεγονότα, πού είναι βεβαιωμένο ότι συνέβησαν ανάμεσα μας, όπως μάς τα παρέδωσαν εκείνοι πού από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και έγιναν κήρυκες αυτού του χαρμόσυνου μηνύματος (Λουκ. 1, 1-2).


Ενώ λοιπόν το να είναι αυτόπτες, αυτήκοοι και ακόλουθοι του Ιησού Χρίστου συνιστούσε την εξωτερική μαρτυρία στα μάτια των ανθρώπων ότι κάποιος ήταν απόστολος, ή άνωθεν κλήση και αποστολή αποτελούσε το εσωτερικό γνώρισμα και στοιχείο. Σε πολλά σημεία της Καινής Διαθήκης γίνεται λόγος για την υπό του Κυρίου εκλογή των Δώδεκα και των άλλων συνεργατών του, καθώς και για την αποστολή τους στο έργο του κηρύγματος: Ό Ιησούς τούς είπε:" Εγώ δεν σας διάλεξα εσάς τούς δώδεκα;" (Ίω. 6, 70). "Δεν με διαλέξατε εσείς, άλλα εγώ σας διάλεξα..." (Ίω. 15, 16). Και ό απόστολος Παύλος σε όσους αμφισβητούσαν την αποστολικότητά του, μια και δεν υπήρξε αυτόπτης και ακόλουθος του Χρίστου, έγραφε ότι ήταν κλητός απόστολος Ιησού Χρίστου ή Απόστολος ουκ απ' ανθρώπων... άλλα δι Ιησού Χρίστου... (Γαλ. 1, 1).


Έκτος από τα γνωρίσματα αυτά (κλήση, ακολουθία του Ιησού, αποστολή, κήρυγμα), άλλα συστατικά της άποστολικότητος είναι οι κόποι και οι θλίψεις, ή άρση του Σταύρου, ή καρποφόρος και θαυματουργός δράση. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν αν είναι κανείς γνήσιος απεσταλμένος του Κυρίου και όχι ψευδαπόστολος (Β ' Κορ. 12, 12).

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Ό κατάλογος των Δώδεκα

Στον κατάλογο των Δώδεκα μαθητών και αποστόλων του Χριστού περιέχονται τα ονόματα: Ανδρέας ό πρωτόκλητος, και ό αδελφός του Σίμων, πού επονομάστηκε και Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης (παιδιά του Ζεβεδαίου), Φίλιππος και Βαρθολομαίος (ή Ναθαναήλ), Θωμάς και Ματθαίος (ή Λευΐ) ό τελώνης, Ιάκωβος του Άλφαίου και Λεββαΐος (ή Θαδδαϊος), Σίμων ό Κανανίτης και Ιούδας ό Ισκαριώτης (βλέπε Ματθ. 10, 2-4. Μάρκ. 3, 15-19. Λουκ. 6, 14. Πράξ. 1,13).

Ό αριθμός Δώδεκα όπως οι δώδεκα γιοί του Ιακώβ συμβολίζει τούς πνευματικούς αρχηγούς του νέου Ισραήλ, δηλαδή του χριστιανισμού, διότι αυτοί μετέδωσαν στην ανθρωπότητα το Ευαγγέλιο της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Τόσο σημαντικός μάλιστα θεωρήθηκε ό αριθμός Δώδεκα, ώστε όταν ό Ιούδας ό Ισκαριώτης πρόδωσε τον Κύριο και μεταμεληθείς... άπελθών άπήγξατο (Ματθ. 27, 3-5), οι έντεκα μαθητές αναπλήρωσαν το κενό με την εκλογή, διά κλήρου, του Ματθία, ό όποιος και προστέθηκε στους έντεκα αποστόλους (Πράξ. 1, 26).


Κάποιες μικροδιαφορές ως προς τα ονόματα μερικών αποστόλων οφείλονται στο γεγονός ότι οι Ιουδαίοι συνήθιζαν τα δύο ονόματα, οπότε σε ορισμένους καταλόγους αναφέρεται το ένα και σε άλλους το δεύτερο. Έτσι, για παράδειγμα, αντί Ναθαναήλ μνημονεύεται το Βαρθολομαίος, αντί Θαδδαϊος το Ιούδας του Ιακώβου.


Έκτος, βέβαια, από τούς Δώδεκα ό Κύριος είχε επιλέξει και άλλους συνεργάτες και κήρυκες του θείου λόγου, οι όποιοι όμως δεν άφησαν τα πάντα για να τον ακολουθήσουν. Τον συνόδευαν κατά διαστήματα και ενίοτε Εκείνος τούς ανέθετε το έργο να προπαρασκευάσουν το έδαφος στα μέρη απ' όπου επρόκειτο να περάσει και να διδάξει το λαό. Έτσι ό ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει: ...ό Κύριος διάλεξε και άλλους εβδομήντα μαθητές, πού τούς έστειλε δύο πριν απ' αυτόν, σε κάθε πόλη και τόπο πού επρόκειτο να επισκεφθεί." Ό θερισμός είναι πολύς", τούς έλεγε, "οι εργάτες όμως λίγοι" (10, 1-12).


Και άλλοι υπήρξαν μαθητές και απόστολοι του Χρίστου, όπως ό Βαρνάβας, ό Λουκάς, ό Ανδρόνικος και ή 'Ιουνία (οι επίσημοι εν τοις άποστόλοις, Ρωμ. 16, 7), ενώ και ό μέγας Παύλος υπήρξε απόστολος ουκ άπ' ανθρώπων, ουδέ δι άνθρωπου, άλλά δι' Ιησού Χριστού και Θεού πατρός (Γαλ. 1, 1).Όταν όμως λέμε «οι απόστολοι του Χρίστου» εννοούμε κυρίως τούς Δώδεκα.


Άς επισημανθεί, επίσης, ότι τρεις από τούς αποστόλους, οι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, αποτελούσαν το στενότερο κύκλο γύρω από το Χριστό, όπως εξιστορούν τα ιερά Ευαγγέλια: Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μόνον αυτοί συνόδευαν τον Κύριο (κατά τη Μεταμόρφωση του στο όρος Θαβώρ, στην ανάσταση της κόρης του Ίαείρου, στον κήπο της Γεθσημανή κλπ.).

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Καταγωγή και κλήση των αποστόλων


Είναι εξαιρετικά αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ό Ιησούς Χριστός εξέλεξε και κάλεσε στο άποστολικό αξίωμα και διακόνημα όχι επιφανή και γνωστά στην κοινωνία πρόσωπα, αλλά ανθρώπους πού κατάγονταν από τη φτωχή Γαλιλαία. Απλούς βιοπαλαιστές, κατά κύριο λόγο ψαράδες και τελώνες, πού φλόγιζαν όμως την καρδιά τους αγνά θρησκευτικά αισθήματα και πίστη στις παραδόσεις για τον ερχομό του Μεσσία και Λυτρωτή.

Αυτός ήταν ό λόγος για τον όποιο κάποιοι από αυτούς υπήρξαν ήδη μαθητές ή ακροατές του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Οι μόνοι από τούς Δώδεκα πού είχαν κάποια οικονομική άνεση ήταν «οι υιοί Ζεβεδαίου» (Ιάκωβος και Ιωάννης), αφού και ιδιόκτητο πλοιάριο διέθεταν και γνωριμίες στην αυλή του αρχιερέως είχαν (Μάρκ. 1,19-20.Ίω. 18, 15-16).Ή όλη όμως εμφάνιση τους δημιουργούσε την εντύπωση ότι επρόκειτο για ανθρώπους αγράμματους και απλοϊκούς (Πράξ. 4, 13).

Ό τρόπος και ό χρόνος κατά τον όποιο ό Ιησούς Χριστός κάλεσε τούς αποστόλους κοντά του δεν εξιστορείται στην Καινή Διαθήκη και για τούς Δώδεκα. Υπάρχουν πληροφορίες μόνο για τούς επτά. Έτσι στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφέρεται: Καθώς ό Ιησούς περπατούσε στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, είδε δύο αδέλφια, το Σίμωνα, πού τον έλεγαν και Πέτρο, και τον αδελφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες. «Ακολουθήστε με», τούς λέει, «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων». Κι αυτοί αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν. Προχωρώντας πιο πέρα από εκεί, είδε δύο άλλους αδελφούς, τον Ιάκωβο, γιό του Ζεβεδαίου, και τον αδελφό του τον Ιωάννη. Βρίσκονταν στο ψαροκάικο μαζί με τον πατέρα τους το Ζεβεδαίο και τακτοποιούσαν τα δίχτυα τους. Τούς κάλεσε, κι αυτοί άφησαν αμέσως το καΐκι και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν (4, 18-22). Σε άλλο σημείο (9, 9) αναφέρεται στην κλήση του ιδίου: Προχωρώντας πιο πέρα ό Ιησούς, είδε να κάθεται στο τελωνείο ένας άνθρωπος πού τον έλεγαν Ματθαίο, και του λέει: «Ακολούθησε με». Κι εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

Με τα ίδια σχεδόν λόγια εξιστορεί την κλήση των τεσσάρων πρώτων μαθητών του Χρίστου και ό ευαγγελιστής Μάρκος (1, 16-20) όπως και του Λευΐ, γιό του Άλφαίου, πού καθόταν στο τελωνείο (2, 13-14), ενώ και ό Λουκάς αναφέρεται στην κλήση του Σίμωνα (Πέτρου) και του Ιακώβου και Ιωάννου (5, 1-11), καθώς και του Λευΐ (5, 27-29). Τέλος ό ευαγγελιστής Ιωάννης εξιστορεί την κλήση στο αποστολικό αξίωμα, πλην του Ανδρέα και του Πέτρου (1, 35-43) και αυτήν του Φιλίππου και του Ναθαναήλ (1, 44-52).

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Ή έννοια της λέξεως απόστολος

Καθώς και πολλές άλλες, έτσι και ή λέξη Απόστολος άλλη έννοια είχε στους αρχαίους Έλληνες, διαφορετική στην Παλαιά Διαθήκη, και νέο περιεχόμενο απέκτησε στην περίοδο της χάριτος (Καινή Διαθήκη).
Στην αρχαία ελληνική σήμαινε τον απεσταλμένο από κάποιον είτε για να φέρει σε πέρας μια εντολή του, είτε για να μεταδώσει αγγελία, ενώ από τους Αθηναίους απόστολος λεγόταν και ό αρχηγός της ναυτικής μοίρας («στόλαρχος»). Δηλαδή ή λέξη απόστολος δεν είχε θρησκευτικό περιεχόμενο.


Στον Ιουδαϊσμό, και κυρίως μετά τη Βαβυλώνεια αιχμαλωσία (606-536 πΧ), ή λέξη απόστολος σήμαινε το πρόσωπο πού είχε ως έργο του τη διάδοση των θρησκευτικών άρχων της μονοθεϊστικής θρησκείας του ισραηλιτικού λαού. Με κέντρο την Ιερουσαλήμ, κατά καιρούς αποστέλλονταν οι κατάλληλοι για το σκοπό αυτό στη Διασπορά των Ιουδαίων, πού ζούσαν σε διάφορες πόλεις του γνωστού τότε κόσμου, ανάμεσα σε εθνικούς και ειδωλολάτρες, όχι μόνο για να στηρίξουν στην πίστη τούς συμπατριώτες τους, αλλά, ει δυνατόν, να διαδώσουν το μονοθεϊσμό και σε εθνικούς. Οι τελευταίοι χαρακτηρίζονται στις Πράξεις των Αποστόλων «προσήλυτοι» ή «φοβούμενοι τον Θεόν» (13, 43. 10, 2). Αυτοί οι απόστολοι του Ιουδαϊσμού έδειχναν συνήθως τόσο φανατισμό και υποκριτικό ζήλο, ώστε ό Κύριος τούς καταδίκασε με τα λόγια: ...τριγυρνάτε στη στεριά και στη θάλασσα για να κερδίσετε έναν προσήλυτο- κι όταν τον κερδίσετε, τον κάνετε ν' αξίζει για την κόλαση δυό φορές παραπάνω από σας (Ματθ. 23, 15).


Όταν άρχισε ή διάδοση της νέας, χριστιανικής, πίστεως, οί απόστολοι του Ιουδαϊσμού εξακολούθησαν να πηγαίνουν παντού, κυρίως για να δια-βάλλουν το χριστιανισμό και να αποτρέπουν τούς Ιουδαίους να ασπάζονται την πίστη στο Χριστό. Χαρακτηριστική είναι ή αναφορά του Αγίου Ιουστίνου, του φιλοσόφου και μάρτυρος, ό όποιος στον «Διάλογον προς Τρύφωνα» (κεφ. 17) αποκαλύπτει ότι οι Ιουδαίοι εξέλεγαν «άνδρας εκλεκτούς έστελναν «είς πασαν την οίκουμένην, κηρύσσοντας, ότι αίρεσις άθεος και άνομος έγήγερται από Ιησού τίνος Γαλιλαίου». Ένας τέτοιοι « απόστολος » υπήρξε στην αρχή και ό Σαΰλος (μετέπειτα μέγας Παύλος) πού εδίωκε τούς χριστιανούς στην Ιερουσαλήμ, πήγαινε δε με συστατικές επιστολές των αρχιερέων του ιουδαϊσμού στη Δαμασκό, για να συλλάβει και φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ, όποιους θα εύρισκε εκεί να ακολουθούν την οδό του Κυρίου (Πράξ. 9, 2), ενώ νέος ακόμα επικροτούσε τή θανάτωση του Στεφάνου του πρωτομάρτυρος, με λιθοβολισμό (Πράξ. 7, 60).
Αλλά ή λέξη απόστολος απέκτησε την επικρατέστερη έννοια από τη στιγμή πού ό Κύριος κάλεσε κοντά του τούς Δώδεκα μαθητές κι εκείνοι, αφού τα άφησαν όλα, τον ακολούθησαν κατά την τριετή δράση του μέχρι και την Ανάληψη του στους ουρανούς. Μετά δε την επιφοίτηση σ' αυτούς, την ήμερα της Πεντηκοστής, του Αγίου Πνεύματος, έγιναν οι κήρυκες της νέας Πίστεως και οί μάρτυρες της διδασκαλίας και των έργων του Χριστού, για τη λύτρωση του ανθρώπου από την αμαρτία και την ίδρυση της Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη.


Αποστόλους τούς ονόμασε ό ίδιος ό Ιησούς Χριστός, όπως μαρτυρεί ό ευαγγελιστής Λουκάς: ...Φώναξε κοντά του τούς μαθητές τον κι από αυτούς διάλεξε δώδεκα, τούς όποιους ονόμασε αποστόλους (6, 13). Παρά το γεγονός δέ ότι απόστολοι καλούνται και άλλοι συνεργάτες του Κυρίου και κήρυκες του θείου λόγου, όταν χρησιμοποιείται ή λέξη «απόστολοι», εννοούνται κυρίως οι Δώδεκα μαθητές του Χρίστου.